- ποδοσφαίριση
- η, Ντο ποδόσφαιρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόσφαιρο + κατάλ. -ιση (πρβλ. καλαθοσφαίρ-ιση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοσφαίριση — η βλ. ποδόσφαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)